- ἆσθμ'
- ἆ̱σθμα , ἆσθμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωμαίνω — (Α) μωμῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα αίνω (πρβλ. ασθμ αίνω)] … Dictionary of Greek